λαμπετώ

λαμπετώ
λαμπετῶ, -άω (Α) [λαμπέτης]
λάμπω, φέγγω, ακτινοβολώ (ἄστρα τε λαμπετόωντα», Ησίοδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαμπετῶ — λαμπετάω shine pres imperat mp 2nd sg λαμπετάω shine pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λαμπετάω shine pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λαμπετάω shine pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) λαμπετάω shine pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπέτω — λάμπω give light pres imperat act 3rd sg λαμπέτης the lustrous one masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσιστράτη — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε το 411 π.Χ. Ο Αριστοφάνης επιθυμούσε πια να τελειώσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος και με το έργο αυτό έκανε έκκληση για ειρήνη. Η υπόθεση ξεκινά την εποχή που η Σικελική εκστρατεία έχει αποτύχει οικτρά και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”